Φανατικοί και μη οπαδοί της επιστήμης, γεια σας!
Την περασμένη Παρασκευή το πρωί με πήραν από ένα δήμο να με ενημερώσουν ότι ξεκινούν τα μαθήματα γερμανικών, για τα οποία είχα κάνει αίτηση!
Ok, ομολογώ: πάντα μου άρεσαν οι ξένες γλώσσες! Εκτός από τα αγγλικά βέβαια, τα οποία ακόμη δε συμπαθώ...παρότι μου έχουν φανεί χρήσιμα στην πορεία της ζωής μου (τόσα παιχνίδια στον Amstrad έχω τερματίσει, αν περίμενα να τα βγάλουν στα ελληνικά, σώθηκα...).
Θα τα καταφέρω, όμως, τώρα στα γεράματα, με την ξένη γλώσσα; Και αν ναι, τι κέρδος θα 'χω, πέρα από την ευχαρίστηση της γνώσης;
Υπάρχει μια διάχυτη πεποίθηση στον κόσμο ότι δεν μπορεί κάποιος να μάθει πραγματικά μια δεύτερη γλώσσα, εάν δεν το έχει πράξει στη νηπιακή του ηλικία ή ως πολύ μικρό παιδί. Όσο πιο νωρίς μαθαίνει ένα παιδί μια ξένη γλώσσα, τόσο μεγαλύτερη ευφράδεια θα έχει σε αυτήν.
Πώς θα σας ακουγόταν όμως, αν σας έλεγα πως η επιστημονική βάση αυτής της πεποίθησης δεν είναι τόσο ισχυρή όσο νομίζουμε;
Μια μελέτη του 2000 από το πανεπιστήμιο Harvard παρουσιάζει επιχειρήματα αρκετά πειστικά κατά της άποψης ότι υφίσταται μια κρίσιμη (ή ευαίσθητη) περίοδος για την εκμάθηση δεύτερης γλώσσας, πέραν της οποίας δεν είναι εφικτή η σωστή εκμάθησή της. Συγκεκριμένα, οι συγγραφείς της υποστηρίζουν ότι κάποιοι ερευνητές, καθώς και το ευρύ κοινό, έχουν πέσει θύματα τριών πλανών.
Πλάνη πρώτη. Οφείλεται στην κακή ερμηνεία των παρατηρήσεων επί μαθητών διαφόρων ηλικιών, οι οποίες τείνουν να συνιστούν ότι παιδιά, ειδικά τα νεότερα, είναι γρήγορα και αποτελεσματικά στη μάθηση μιας ξένης γλώσσας. Στην πραγματικότητα, έχει επανειλημμένως δειχθεί ότι τα μικρά παιδιά είναι μάλλον ανώριμοι και άπειροι μαθητές, με την έννοια ότι δεν έχουν ακόμη αποκτήσει πλήρως συγκεκριμένες γνωστικές δεξιότητες, όπως οι ικανότητες να αφαιρούν, να γενικεύουν, να συμπεραίνουν και να ταξινομούν, οι οποίες θα τα βοηθούσαν στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας.
Μια πολύ γνωστή έρευνα εξέτασε την εκμάθηση Ολλανδικών από αγγλόφωνους σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Διαπιστώθηκε ότι παιδιά 12 έως 15 ετών τα πήγαν καλύτερα από νεότερους μαθητές. Αυτό έχει επαληθευθεί έκτοτε και σε άλλες μελέτες, όπως εκείνες που διερεύνησαν παιδιά που άρχισαν καθυστερημένα την εκμάθηση σε αντίθεση με εκείνα που ξεκίνησαν νωρίς. Τα μεγαλύτερα παιδιά ήταν απλά πιο αποδοτικοί μαθητές από τα μικρότερα. Φυσικά, μετά από μια ορισμένη ηλικία - οι περισσότεροι την τοποθετούν γύρω στα 12 ή ακόμη πιο μετά - μπορεί να είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς πλήρη προφορά γηγενούς σε μια ξένη γλώσσα, αλλά αυτό εξακολουθεί να αφήνει αρκετά χρόνια διαφορά μεταξύ της νηπιακής ηλικίας και της εφηβείας.
Πλάνη δεύτερη. Ορισμένοι ερευνητές αναφέρουν διαφορές στην οργάνωση του εγκεφάλου των μαθητών που ξεκίνησαν νωρίς την ξένη γλώσσα και εκείνων που άρχισαν πιο αργά και εν συνεχεία αποδίδουν εσφαλμένα τις συνεπαγόμενες διαφορές γλωσσικής επάρκειας σε αυτόν τον παράγοντα. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Abutalebi (2008), η δεύτερη γλώσσα μαθαίνεται μέσω των ίδιων νευρικών δομών, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την μάθηση και της μητρικής γλώσσας. Κάτι που αληθεύει για την εκμάθηση της γραμματικής στους μαθητές που άργησαν να ξεκινήσουν την ξένη γλώσσα, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς από την ιδέα μιας κρίσιμης (ή ευαίσθητης) περιόδου.
Πλάνη τρίτη. Στηρίζεται στη χρήση της συχνής αποτυχίας στην εκμάθηση ξένης γλώσσας ως επέκταση της αδυναμίας για επιτυχία. Πολλοί μεγαλύτεροι μαθητές (έφηβοι και ενήλικες) καταλήγουν ομολογουμένως με χαμηλά επίπεδα επάρκειας, όμως αυτό δεν οφείλεται πρωτίστως στην ηλικία καθεαυτή, κατά την οποία άρχισαν να μαθαίνουν την ξένη γλώσσα, αλλά σε άλλους παράγοντες όπως τα κίνητρα, ο χρόνος, η ενέργεια, η γλωσσική συνεισφορά, η υποστήριξη από το περιβάλλον, κ.λπ. Αυτή η έμφαση στους "κακούς" μεγαλύτερους μαθητές έχει αποσπάσει τους ερευνητές από την εστίαση σε πραγματικά πληροφοριακές περιπτώσεις, δηλαδή τους πετυχημένους μεγαλύτερους μαθητές, οι οποίοι ξοδεύουν ικανοποιητικό χρόνο για την εκμάθηση της ξένης γλώσσας, της προσφέρουν ολόκληρη την προσοχή τους και επίσης επωφελούνται από ισχυρά κίνητρα και υποστηρικτικά για εκμάθηση γλώσσας περιβάλλοντα.
Η έρευνα του Harvard καταλήγει συμπεραίνοντας πως οι μεγαλύτεροι μαθητές έχουν το δυναμικό να μάθουν μια ξένη γλώσσα σε πολύ υψηλό επίπεδο επάρκειας και ότι η εισαγωγή πολύ νέων μαθητών σε μια δεύτερη γλώσσα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στη βάση της βιολογικής ετοιμότητας για μάθηση γλωσσών.
Επομένως, μιας και η ηλικία δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα, έχω ήδη εφοδιαστεί με τον κλασικό μαθητικό εξοπλισμό και ανυπομονώ να υποδεχθώ τον/την δάσκαλο/α την Τρίτη με την πασίγνωστη φράση: Riha ine bitte!
Εάν θέλετε να μάθετε και τι θα κερδίσω, ξεκινώντας μια ξένη γλώσσα σε αυτήν την ηλικία, δεν έχετε παρά να περιμένετε το δεύτερο μέρος αυτής της ανάρτησης.
Την περασμένη Παρασκευή το πρωί με πήραν από ένα δήμο να με ενημερώσουν ότι ξεκινούν τα μαθήματα γερμανικών, για τα οποία είχα κάνει αίτηση!
Ok, ομολογώ: πάντα μου άρεσαν οι ξένες γλώσσες! Εκτός από τα αγγλικά βέβαια, τα οποία ακόμη δε συμπαθώ...παρότι μου έχουν φανεί χρήσιμα στην πορεία της ζωής μου (τόσα παιχνίδια στον Amstrad έχω τερματίσει, αν περίμενα να τα βγάλουν στα ελληνικά, σώθηκα...).
Θα τα καταφέρω, όμως, τώρα στα γεράματα, με την ξένη γλώσσα; Και αν ναι, τι κέρδος θα 'χω, πέρα από την ευχαρίστηση της γνώσης;
Υπάρχει μια διάχυτη πεποίθηση στον κόσμο ότι δεν μπορεί κάποιος να μάθει πραγματικά μια δεύτερη γλώσσα, εάν δεν το έχει πράξει στη νηπιακή του ηλικία ή ως πολύ μικρό παιδί. Όσο πιο νωρίς μαθαίνει ένα παιδί μια ξένη γλώσσα, τόσο μεγαλύτερη ευφράδεια θα έχει σε αυτήν.
Πώς θα σας ακουγόταν όμως, αν σας έλεγα πως η επιστημονική βάση αυτής της πεποίθησης δεν είναι τόσο ισχυρή όσο νομίζουμε;
Μια μελέτη του 2000 από το πανεπιστήμιο Harvard παρουσιάζει επιχειρήματα αρκετά πειστικά κατά της άποψης ότι υφίσταται μια κρίσιμη (ή ευαίσθητη) περίοδος για την εκμάθηση δεύτερης γλώσσας, πέραν της οποίας δεν είναι εφικτή η σωστή εκμάθησή της. Συγκεκριμένα, οι συγγραφείς της υποστηρίζουν ότι κάποιοι ερευνητές, καθώς και το ευρύ κοινό, έχουν πέσει θύματα τριών πλανών.
Πλάνη πρώτη. Οφείλεται στην κακή ερμηνεία των παρατηρήσεων επί μαθητών διαφόρων ηλικιών, οι οποίες τείνουν να συνιστούν ότι παιδιά, ειδικά τα νεότερα, είναι γρήγορα και αποτελεσματικά στη μάθηση μιας ξένης γλώσσας. Στην πραγματικότητα, έχει επανειλημμένως δειχθεί ότι τα μικρά παιδιά είναι μάλλον ανώριμοι και άπειροι μαθητές, με την έννοια ότι δεν έχουν ακόμη αποκτήσει πλήρως συγκεκριμένες γνωστικές δεξιότητες, όπως οι ικανότητες να αφαιρούν, να γενικεύουν, να συμπεραίνουν και να ταξινομούν, οι οποίες θα τα βοηθούσαν στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας.
Μια πολύ γνωστή έρευνα εξέτασε την εκμάθηση Ολλανδικών από αγγλόφωνους σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Διαπιστώθηκε ότι παιδιά 12 έως 15 ετών τα πήγαν καλύτερα από νεότερους μαθητές. Αυτό έχει επαληθευθεί έκτοτε και σε άλλες μελέτες, όπως εκείνες που διερεύνησαν παιδιά που άρχισαν καθυστερημένα την εκμάθηση σε αντίθεση με εκείνα που ξεκίνησαν νωρίς. Τα μεγαλύτερα παιδιά ήταν απλά πιο αποδοτικοί μαθητές από τα μικρότερα. Φυσικά, μετά από μια ορισμένη ηλικία - οι περισσότεροι την τοποθετούν γύρω στα 12 ή ακόμη πιο μετά - μπορεί να είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς πλήρη προφορά γηγενούς σε μια ξένη γλώσσα, αλλά αυτό εξακολουθεί να αφήνει αρκετά χρόνια διαφορά μεταξύ της νηπιακής ηλικίας και της εφηβείας.
Πλάνη δεύτερη. Ορισμένοι ερευνητές αναφέρουν διαφορές στην οργάνωση του εγκεφάλου των μαθητών που ξεκίνησαν νωρίς την ξένη γλώσσα και εκείνων που άρχισαν πιο αργά και εν συνεχεία αποδίδουν εσφαλμένα τις συνεπαγόμενες διαφορές γλωσσικής επάρκειας σε αυτόν τον παράγοντα. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Abutalebi (2008), η δεύτερη γλώσσα μαθαίνεται μέσω των ίδιων νευρικών δομών, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την μάθηση και της μητρικής γλώσσας. Κάτι που αληθεύει για την εκμάθηση της γραμματικής στους μαθητές που άργησαν να ξεκινήσουν την ξένη γλώσσα, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς από την ιδέα μιας κρίσιμης (ή ευαίσθητης) περιόδου.
Πλάνη τρίτη. Στηρίζεται στη χρήση της συχνής αποτυχίας στην εκμάθηση ξένης γλώσσας ως επέκταση της αδυναμίας για επιτυχία. Πολλοί μεγαλύτεροι μαθητές (έφηβοι και ενήλικες) καταλήγουν ομολογουμένως με χαμηλά επίπεδα επάρκειας, όμως αυτό δεν οφείλεται πρωτίστως στην ηλικία καθεαυτή, κατά την οποία άρχισαν να μαθαίνουν την ξένη γλώσσα, αλλά σε άλλους παράγοντες όπως τα κίνητρα, ο χρόνος, η ενέργεια, η γλωσσική συνεισφορά, η υποστήριξη από το περιβάλλον, κ.λπ. Αυτή η έμφαση στους "κακούς" μεγαλύτερους μαθητές έχει αποσπάσει τους ερευνητές από την εστίαση σε πραγματικά πληροφοριακές περιπτώσεις, δηλαδή τους πετυχημένους μεγαλύτερους μαθητές, οι οποίοι ξοδεύουν ικανοποιητικό χρόνο για την εκμάθηση της ξένης γλώσσας, της προσφέρουν ολόκληρη την προσοχή τους και επίσης επωφελούνται από ισχυρά κίνητρα και υποστηρικτικά για εκμάθηση γλώσσας περιβάλλοντα.
Η έρευνα του Harvard καταλήγει συμπεραίνοντας πως οι μεγαλύτεροι μαθητές έχουν το δυναμικό να μάθουν μια ξένη γλώσσα σε πολύ υψηλό επίπεδο επάρκειας και ότι η εισαγωγή πολύ νέων μαθητών σε μια δεύτερη γλώσσα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στη βάση της βιολογικής ετοιμότητας για μάθηση γλωσσών.
Επομένως, μιας και η ηλικία δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα, έχω ήδη εφοδιαστεί με τον κλασικό μαθητικό εξοπλισμό και ανυπομονώ να υποδεχθώ τον/την δάσκαλο/α την Τρίτη με την πασίγνωστη φράση: Riha ine bitte!
Εάν θέλετε να μάθετε και τι θα κερδίσω, ξεκινώντας μια ξένη γλώσσα σε αυτήν την ηλικία, δεν έχετε παρά να περιμένετε το δεύτερο μέρος αυτής της ανάρτησης.
Πηγή |
Ευχαριστώ Βάσω! Χαίρομαι που βρήκες την ανάρτηση ενδιαφέρουσα. Εάν υπήρχε οργανωμένη παιδεία στη χώρα, θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη τέτοιες έρευνες, να χαράσσει αντίστοιχες πολιτικές σχετικά με τις ξένες γλώσσες και το κυριότερο, να ενημερώνει τον κακόμοιρο τον κόσμο για την εξέλιξη στο πεδίο της μάθησης και γενικώς της εκπαίδευσης.
ΑπάντησηΔιαγραφή